Symptom Recital

I do not like my state of mind;

I’m bitter, querulous, unkind.

I hate my legs, I hate my hands,

I do not yearn for lovelier lands.

I dread the dawn’s recurrent light;

I hate to go to bed at night.

I snoot at simple, earnest folk.

I cannot take the gentlest joke.

I find no peace in paint or type.

My world is but a lot of tripe.

I’m disillusioned, empty-breasted.

For what I think, I’d be arrested.

I am not sick, I am not well.

My quondam dreams are shot to hell.

My soul is crushed, my spirit sore;

I do not like me any more.

I cavil, quarrel, grumble, grouse.

I ponder on the narrow house.

I shudder at the thought of men. . . .

I’m due to fall in love again.

στην πατρίδα την καινούρια


Ποιός την είδε, ποιός την ξέρει
την παπαδοπούλα του χωριού;
Στη βαριά συκιά, κοντά στη φτέρη
πώς χορεύουν οι νεράιδες του μεσημεριού!
Γω την ξέρω, γω την είδα
την παπαδοπούλα του χωριού!
Η ζωή της πάει και πάει,
δροσοσταλίδα μες στο κάμα του καλοκαιριού!
Α! το αξήγητο μαράζι
που την έλιωνε, και αργά και μυστικά!
Άργανα λαλάνε.
Ποιός γιορτάζει;
Λαλητάδες, γιορταστές τα ξωτικά.
Μιας αγάπης,
μιας απίστευτης μαγίστρας το σαράκι την καρδούλα της τρυπά!
Α! του κάκου το μαντίλι της ξορκίστρας,
α! του κάκου κι η αγιαστούρα του παπά!
Από τα μικράτα της παρμένη
ζούσε με τη θλίψη πιστικιά.
Πόνος του σπιτιού, του κόσμου ξένη,
των ξωθιών αρρεβωνιαστικιά.
Τηνε ναναρίσαν άυλες γκάιδες,
κράτησε με τ’ άστρα συντυχιά…
Ας την πιούνε την ψυχή της οι νεράιδες,
ας χαρούνε το κορμί της τα στοιχειά!
Πέθανε; Τη ρούφηξε ποιό κύμα,
ποιός ανεμορούφουλας, ποιά οργή;
Το κορμάκι της δεν το ’λιωσε, ποιό κρίμα;
Δεν της έδωκε κρεβάτι καμιά γη.
Μα την είδαν προς το μεσημέρι
κάποιοι αλαφροΐσκιωτοι βοσκοί στη βαριά συκιά,
κοντά στη φτέρη να χορεύει, ανάερη ξωτική.
Νέραϊδοι, και τη χαϊδολογούσαν,
νεροκόρες τής χτενίζαν τα μαλλιά,
μες στα κρίνα το νερό τής κουβαλούσαν,
και τηνε ταΐζαν τα πουλιά.
Μα και μέσα στο λιοστάλαχτο λαό της
η παπαδοπούλα του χωριού,
με γερμένο γνοιαστικά το μέτωπό της,
ήτανε καημός του φεγγαριού.
Πώς! Και στην πατρίδα την καινούριασα να ρεύει,
σάμπως να πονεί;
Τρέμει στου αγερόκοσμου τη φούριαμια σπιθούλα,
μια ψυχούλα ανθρωπινή.

Κωστής Παλαμάς, η  νεραϊδοπαρμένη

Abschiedsfarben

Ich bin – nein, ich bin kein unleidlicher Mensch. Ich komme mit jedermann gut aus, und manchmal strengt mich das an, aber meistens fällt es mir leicht. Ich bin nicht alleine, weil ich niemanden oder niemand mich ausstehen könnte. Irgendwie bin ich in das Leben alleine hineingeraten und habe mich darin eingerichtet – das ist alles. Wenn ich mehr unter Leute käme! Wenn ich Professor geworden wäre und junge Menschen um mich hätte oder Schriftsteller und vor meinen Leserinnen und Lesern aufträte! Stattdessen bin ich Buchdoktor geworden. Ich sitze zu Hause am Schreibtisch und mache aus schlechten Manuskripten gute Bücher. Die Aufträge kommen übers Internet. Die Autoren und Autorinnen wollen mich nicht sehen, weil sie sich vor mir schämen, und ich will sie nicht sehen, weil ich sie verachte.

„όνειρα συσκευασμένα σε χαρτί“

Με εντυπωσίαζε η τρομερή άνεση που είχαν οι νέοι λογοτέχνες να αυτοτιτλοφορούνται ποιητές ή συγγραφείς. Παλαιότερα έβγαζες πέντ΄-έξι βιβλία και ακόμα δεν ήσουν σίγουρος ότι μπορείς να λέγεσαι συγγραφέας. Ήταν περισσότερο τίτλος τιμής. Τώρα με 2-3 ποιήματα που πόσταρες στο facebook αποκτούσες ύφος ποιητή φανφάρα και ό,τι μπαρούφα έλεγες έμοιαζε βαθυστόχαστη και σημαντική. Η Κατερίνα με είχε πλευρίσει πριν βγάλει την πρώτη της συλλογή. Τότε το έπαιζε υπεράνω. Και καλά δεν την ενδιέφερε η έκδοση. ‘Ήθελε απλά να γνωριστούμε. Εκείνον τον καιρό, όμως έβγαινε και με έναν νέο πειραματικό συγγραφέα (Θεέ μου, έχουμε ακόμα τέτοιους, που γράφουν συνειρμικά, χωρίς κανένα πλαίσιο δομής και χωρίς ιστορία – „τους οδηγεί η γλώσσα“) και μάλλον προτίμησε το νεανικό του σφρίγος από την ώριμη γοητεία μου. Δεν είχα καιρό για παιχνίδια. Αφού δεν πήγαμε στο κρεββάτι από το πρώτο βράδυ, δεν ξανασχολήθηκα. Φυσικά είχε προλάβει να μου στείλει τα ποιήματα της. Ίσως κι αυτό να ήταν ανασταλτικός παράγοντας για τη συνέχιση του ειδυλλίου μας. Με το που διάβασα, ένιωσα απέχθεια για το άτομό της. Τα φυσικά της θέλγητρα, τα σαρκώδη χείλη, το ωραίο σώμα, το σταχτί της δέρμα στα μάτια μου μαράθηκαν απότομα. Πίσω από το καλοσχηματισμένο πρόσωπο της έβλεπα μια μηχανή στίχων. Στον κόρφο της φώλιαζαν κακογραμμένα ποιήματα. Το αιδοίο της ήταν μια σπηλιά κακοτεχνίας.